Δυσλιπιδαιμία

H χοληστερόλη διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην εμφάνιση της αθηροσκλήρωσης, μόνη ή σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, κάπνισμα και θετικό κληρονομικό ιστορικό καρδιαγγειακών νοσημάτων. Στην κλινική πράξη, προσδιορίζουμε την ολική χοληστερόλη, τα τριγλυκερίδια , την LDL(κακή) χοληστερόλη και την HDL(καλή) χοληστερόλη. 

Διάγνωση: CHOL>200mg/dl, LDL>100mg/dl, HDL<40mg/dl, Tgs >150mg/dl
Η χοληστερόλη επιτελεί ουσιώδη λειτουργία στη μεμβράνη των κυττάρων, ώστε να εξασφαλίζεται ο φραγμός μεταξύ εξωκυττάριου και ενδοκυττάριου χώρου. Παράλληλα, είναι απαραίτητη για την σύνθεση των στεροειδών ορμονών και χολικών οξέων. Το γεγονός ότι είναι αδιάλυτη στο νερό, έχει αποτέλεσμα να συσσωρεύεται στο τοίχωμα των αρτηριών και να ευοδώνει την αθηρωμάτωση των αγγείων και την προοδευτική στένωση αυτών. Η ημερήσια πρόσληψη μέσω της τροφής ανέρχεται σε 200-300mg και εισέρχεται στην κυκλοφορία το 30-60%. Η ενδογενής σύνθεση στο ήπαρ ανέρχεται σε 200-500mg. Προς αποφυγή καθίζησης στο αρτηριακό τοίχωμα, θα πρέπει η τιμή των λιπιδίων να είναι χαμηλή στο αίμα. 

Βασικό ρόλο στην διαγνωστική προσπέλαση της υπερλιπιδαιμίας, είναι η διάκριση μεταξύ πρωτοπαθούς και δευτεροπαθούς δυσλιπιδαιμίας. Ο διαβήτης, ο υποθυρεοειδισμός, το νεφρωσικό σύνδρομο και η εξωγενής αιμοκάθαρση(τεχνητός νεφρός) , η μεταμόσχευση νεφρού αλλά και η λήψη φαρμάκων μπορεί να οδηγήσουν στην αύξηση των λιπιδίων αίματος. Σημειώνεται, ότι δεν υπάρχουν ειδικά ευρήματα στη φυσική εξέταση, σε άτομα με διαταραχές λιπιδίων, αν και μπορεί να αναγνωρίζονται ξανθώματα και ξανθελάσματα. Ο κύριος όγκος στοιχείων και δεδομένων που αποδεικνύουν την αιτιολογική σχέση της χοληστερόλης με τα καρδιαγγειακά νοσήματα προέρχεται από πειραματικές μελέτες πρόκλησης αθηρωμάτωσης σε ζώα, από γενετικές ενδείξεις, επιδημιολογικές μελέτες και κλινικές θεραπευτικές μελέτες. Η μείωση των επιπέδων χοληστερόλης συνοδεύεται από παράλληλη μείωση των θανατηφόρων και μη θανατηφόρων εμφραγμάτων μυοκαρδίου, αλλά και της συνολικής θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα. Η έναρξη υπολιπιδαιμικής αγωγής εξαρτάται από την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, λαμβάνοντας υπ' όψιν τα επίπεδα της LDL,  την ηλικία ασθενούς, τη συνύπαρξη άλλων παραγόντων κινδύνου και τυχόν προσβολή οργάνων στόχων. 

Θεραπεία: διαιτητική αγωγή (εφαρμογή μεσογειακής δίαιτας), μείωση σωματικού βάρους, αθλητική δραστηριότητα (ισοτονική άσκηση), υπολιπιδαιμικά φάρμακα (στατίνη, φιμπράτη, δεσμευτικές ρητίνες, νικοτινικό οξύ, εζετιμίμπη, ειδικές παρεντερικές θεραπείες).